ἀπορηματικοί

ἀπορηματικοί
ἀπορηματικός
expressive of doubt
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απορητικός — ἀπορητικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει κλίση προς την απορία, την αμφιβολία 2. Ἀπορητικοί ή Ἀπορηματικοί οι Σκεπτικοί* φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος …   Dictionary of Greek

  • απορηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζει απορία: Οι σύνδεσμοι οι οποίοι φανερώνουν απορία αυτού που μιλά (άραγε, μήπως, τάχατες κτλ.) λέγονται απορηματικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”